Το θαλάσσιο περιβάλλον της Κύπρου

Αν επιθυμείτε να καταθέσετε την άποψή σας για ζητήματα που δεν περιλαμβάνονται στις παρακάτω ενότητες, μπορείτε να το κάνετε από εδώ.
Post Reply
Sorkomanis
Posts: 436
Joined: Mon Nov 01, 2010 12:38 pm
Location: Λευκωσία

Το θαλάσσιο περιβάλλον της Κύπρου

Post by Sorkomanis »

Το θαλάσσιο περιβάλλον της Κύπρου

Γενική Επισκόπηση

Η Κύπρος διαβρέχεται από τη Θάλασσα του Λεβάντε στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία είναι μια από τις πιο ολιγοτροφικές θάλασσες του κόσμου, έχοντας πολύ χαμηλή διαθεσιμότητα θρεπτικών αλάτων με αποτέλεσμα μια ιδιαίτερα χαμηλή πρωτογενή παραγωγή (π.χ. Por, 1978 Krom et al., 1991 Krom et al., 1992 Tselepides et al., 2000). Πέρα από τον υπερ-ολιγοτροφισμό, η Θάλασσα του Λεβάντε, χαρακτηρίζεται από πολύ υψηλές θερμοκρασίες ( Fig1a + Fig1b ) που κυμαίνονται σε ετήσια βάση από τους 16 °C το χειμώνα μέχρι και τους 26 °C το καλοκαίρι (ΕΕΑ, 2002). Αντίστοιχα η εξάτμιση και αλατότητα είναι επίσης υψηλές (ετήσια μέση αλατότητα Αν. Μεσογείου >37.5 psu, μέση αλατότητα στα παράκτια νερά της Κύπρου 39.1 psu), καθώς και από πολύ περιορισμένη εισροή γλυκού νερού λόγω έλλειψης μεγάλων ποταμών. Στην ίδια την Κύπρο δεν υπάρχουν ποτάμια με μόνιμη ροή και η κατασκευή πολλών φραγμάτων συγκράτησης του νερού ποταμών και χειμάρρων περιορίζει ακόμα περισσότερο την τροφοδοσία των παράκτιων νερών με φερτά υλικά και θρεπτικά συστατικά, ενώ η κατασκευή του φράγματος του Ασσουάν περιόρισε ακόμα περισσότερο τις αποθέσεις θρεπτικών από τον ποταμό Νείλο. Επιπλέον, οι παράκτιες αναρροές (upwelling) στη θάλασσα του Λεβάντε είναι γενικά ασθενείς, με αποτέλεσμα τα θρεπτικά συστατικά που βρίσκονται στα βαθιά να μην είναι διαθέσιμα στην εύφωτη ζώνη για πρωτογενή παραγωγή.

Αυτές οι ιδιαίτερες υδρολογικές συνθήκες της Θάλασσας του Λεβάντε και το μικρό εύρος της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, σε συνδυασμό με τις χαμηλές συγκεντρώσεις διαθέσιμων θρεπτικών (ιδιαίτερα του φωσφόρου) έχουν ως αποτέλεσμα μια πολύ χαμηλή πρωτογενή παραγωγή, δηλαδή περιορισμένες συγκεντρώσεις χλωροφύλλης (Fig 2a + Fig 2b) /φυτοπλαγκτού στο θαλάσσιο νερό. Οι Krom et al. (1992) κατέγραψαν στα βαθιά νερά της Αν. Μεσογείου συγκεντρώσεις χλωροφύλλης-α που κυμαίνονταν μεταξύ 0.1 μg/L και 0.2 μg/L. Ειδικά στα νερά ανοιχτά της Κύπρου έχουν μετρηθεί ορισμένες από τις χαμηλότερες συγκεντρώσεις χλωροφύλλης-α (10 - 90 ng/l) που έχουν μετρηθεί ποτέ σε παράκτια νερά (Bianchi et al., 1996). Ο ολιγοτροφικός χαρακτήρας της Αν. Μεσογείου και οι διαφορές της από τη Δυτική Μεσόγειο έχουν καταγραφεί και επιβεβαιωθεί πολλές φορές έως και πολύ πρόσφατα (π.χ. Crombet et al., 2011■ Pujo-Pay et al., 2011). Ως αποτέλεσμα, οι ποσότητες του ζωοπλαγκτού και των μεγαλύτερων ασπόνδυλων και σπονδυλωτών οργανισμών (π.χ. ψάρια) που στηρίζονται σε αυτό για τη διατροφή τους είναι επίσης περιορισμένες σε σύγκριση με άλλες περιοχές.

Ωστόσο, παρά τη χαμηλή παραγωγικότητά της σε σχέση με άλλες θάλασσες, η Μεσόγειος χαρακτηρίζεται από ψηλή βιοποικιλότητα, δηλ. μεγάλο αριθμό ειδών χλωρίδας και πανίδας, τα οποία απαντώνται όμως σε μικρές αφθονίες ατόμων. Ειδικά ανάμεσα στις ευρωπαϊκές θάλασσες η Μεσόγειος έχει την υψηλότερη βιοποικιλότητα, αφού πρόσφατες εκτιμήσεις που βασίζονται στη σύνθεση της υπάρχουσας μέχρι στιγμής επιστημονικής βιβλιογραφίας (UNEP-MAP RAC/SPA 2010) αναφέρουν μια βιοποικιλότητα που αριθμεί περίπου 10.000-12.000 προσδιορισμένα είδη (περίπου 8.500 είδη μακροπανίδας, πάνω από 1.300 είδη φυτών και περίπου 2.500 είδη άλλων ταξινομικών ομάδων). Αυτό, σημαίνει ότι στη Μεσόγειο (η έκταση και ο όγκος της οποίας καταλαμβάνουν μόλις το 0.82% και 0.32% της έκτασης και του όγκου παγκόσμιου ωκεανού), αντιστοιχεί στο 4-18% όλων των μέχρι σήμερα γνωστών θαλάσσιων ειδών παγκόσμια (UNEP-MAP RAC/SPA 2010). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η Μεσόγειος αποτελεί ένα από τα 25 παγκόσμια αναγνωρισμένα κέντρα βιοποικιλότητας (“biodiversity hot spot”)! Η βιοποικιλότητα της Μεσογείου μειώνεται από δυτικά προς ανατολικά, με το 87% όλων των γνωστών ειδών να απαντώνται στη Δυτική Λεκάνη και μόλις το 43% στην Ανατολική (UNEP-MAP RAC/SPA 2010).

Επίσης, η Μεσόγειος, ως ημίκλειστη θάλασσα χαρακτηρίζεται και από υψηλό βαθμό ενδημισμού (έχει δηλαδή είδη που δεν συναντώνται πουθενά αλλού στον κόσμο), εφόσον το 20-30% των ειδών της να είναι ενδημικά, π.χ. το θαλάσσιο αγγειόσπερμο φυτό Posidonia oceanica το οποίο θεωρείται ως το σημαντικότερο θαλάσσιο οικοσύστημα της Μεσογείου και αποτελεί οικότοπο προτεραιότητας σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία για τους Οικοτόπους 92/43/ΕΟΚ.

Πολλά από τα θαλάσσια είδη που συναντώνται και στην Κύπρο, όπως οι θαλάσσιες χελώνες (Chelonia mydas, Caretta caretta), η πίννα (Pinna nobilis), η μεσογειακή φώκια (Monachus monachus), κλπ. θεωρούνται ως απειλούμενα που χρήζουν προστασίας και βρίσκονται στον κατάλογο της ψηλής βιοποικιλότητας και οικολογικής σημαντικότητας για τη Μεσόγειο
Αντίστοιχα στο νησί μας υπάρχουν και αρκετές σημαντικές και ευαίσθητες βιοκοινότητες και οικότοποι (habitats) όπως τα λιβάδια των θαλάσσιων αγγειόσπερμων Posidonia oceanica και Cymodocea nodosa, τα δάση φαιοφυκών του γένους Cystoseira, οι υποθαλάσσιες σπηλιές κλπ, οι οποίοι αποτελούν αντικείμενο προστασίας και διατήρησης στα πλαίσια ευρωπαϊκών και εθνικών νομοθεσιών και διεθνών και περιφερειακών συμβάσεων.
Κίνδυνοι

Σήμερα, το παράκτιο- θαλάσσιο περιβάλλον της Μεσογείου δέχεται πιέσεις από πολλές και διαφορετικές πηγές που αλληλοεπηρεάζονται και μαζί οδηγούν σε υποβάθμιση ή και απώλεια της βιοποικιλότητας. Η εντατική και ολοένα και αυξανόμενη ανθρώπινη εκμετάλλευση του παράκτιου/θαλάσσιου περιβάλλοντος είναι αναμφισβήτητα η κύρια αιτία της υποβάθμισης και της καταστροφής σημαντικών βιοτόπων και ειδών. Ανάμεσα στις κυριότερες πιέσεις που δέχεται η Μεσόγειος είναι ο τουρισμός, οι μεταφορές, η βιομηχανία , η ρύπανση, η υπεραλίευση, η εισαγωγή μη-αυτόχθονων ειδών, αλλά και παγκόσμια φαινόμενα όπως η κλιματική αλλαγή τα οποία αλληλεπιδρούν και ενισχύουν τις επιπτώσεις των πιο τοπικών πιέσεων είτε άμεσα είτε έμμεσα.

Ειδικά η Μεσόγειος είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στην εισαγωγή ξενικών ειδών, αρκετά από τα οποία χαρακτηρίζονται ως εισβολείς και δημιουργούν σημαντικά προβλήματα στα αυτόχθονα είδη και βιότοπους. Σήμερα υπολογίζεται ότι στη Μεσόγειο υπάρχουν 1.000 τέτοια είδη και ο ρυθμός εισαγωγής τους πιστεύεται ότι προσεγγίζει το ένα είδος κάθε 1.5 βδομάδα (UNEP-MAP RAC/SPA 2010)! Το μεγαλύτερο πρόβλημα με τα ξενικά είδη αντιμετωπίζει η Ανατολική Μεσόγειος λόγω της ύπαρξης της Διώρυγας του Σουέζ, η οποία αποτελεί πλέον το πιο σημαντικό μονοπάτι εισόδου μη-αυτόχθονων ειδών με προέλευση από τον Ινδο-Ειρηνικό Ωκεανό και την Ερυθρά Θάλασσα (“λεσσεψιανοί μετανάστες”).
Το θαλάσσιο-παράκτιο περιβάλλον της Κύπρου δεν αποτελεί εξαίρεση και οι πιο σημαντικές πιέσεις που δέχεται προέρχονται από την τουριστική και οικιστική ανάπτυξη, τη ρύπανση – κυρίως ευτροφισμός λόγω εισροής θρεπτικών συστατικών από σημειακές (μετρήσιμες) και μη σημειακές πηγές, τη διάβρωση των ακτών και τα παράκτια έργα, την υπεραλίευση, την ολοένα και αυξανόμενη παρουσία ξενικών ειδών (κυρίως λεσσεψιανών μεταναστών) κλπ.

Ωστόσο, το θαλάσσιο περιβάλλον του νησιού μας παρά τις σοβαρές πιέσεις που δέχεται, μπορεί γενικά και συγκριτικά με άλλες μεσογειακές χώρες να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση, λόγω βασικά της περιορισμένης βιομηχανικής ανάπτυξης, του έντονου υδροδυναμισμού και της φυσικής διαμόρφωσης των ακτών (απουσία κλειστών κόλπων, κυρίως ανοιχτή θάλασσα). Δυστυχώς προς το παρόν η γνώση που έχουμε για το θαλάσσιο περιβάλλον της Κύπρου είναι σχετικά περιορισμένη, εδικά όσον αφορά την ανοιχτή θάλασσα και γι αυτό η επένδυση μεγαλύτερης ερευνητικής προσπάθειας στο πεδίο του θαλάσσιου περιβάλλοντος της Κύπρου θα είναι ένα σημαντικό βήμα για μια πιο ολοκληρωμένη προστασία και διαχείριση του φυσικού πλούτου των κυπριακών θαλασσών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Berman, T., D.W. Townsend, S.Z. El-Sayed, G.C. Trees and Y. Azov (1984). Optical transparency, chlorophyll and primary productivity in the Eastern Mediterranean near the Israeli Coast. Oceanol. Acta, 7: 367-372.

Bianchi, T.S., A. Demetropoulos, M. Hadjichristophorou, M. Argyrou, M. Baskaran and C. Lambert (1996). Plant Pigments as Biomarkers of Organic Matter Sources in Sediments and Coastal Waters of Cyprus (eastern Mediterranean). Estuarine, Coastal and Shelf Science, 42: 103-115.

Crombet, Y., Leblanc, K., Queguiner, B., Moutin, T., Rimmelin, P., Ras, J., Claustre, H., Leblond, N., Oriol, L. and Pujo-Pay, M. (2011) Deep silicon maxima in the stratified oligotrophic Mediterranean Sea. Biogeosciences, 8: 459-475.

Krom, M.D., Kress, N., Brenner, S. Gordon, L.I. (1991). Phosphorus limitation of primary production in the eastern Mediterranean Sea. Limnol. Oceanogr., 36: 424-432.
Krom, M.D., S. Brenner, N. Kress, A. Neori and L.I. Gordon. 1992. Nutrient dynamics and new production in a warm-core eddy from the Eastern Mediterranean Sea. Deep-Sea Research,39: 467-480.

Por, F. (1978). Lessepsian migration: the influence of Red Sea biota into the Mediterranean by way of the Suez Canal. Springer, Berlin.

Pujo-Pay, M., Conan, P., Oriol, L., Cornet-Barthaux, V., Falco, C., Ghiglione, J.-F. , Goyet, C., Moutin, T. & Prieur, L. (2011). Integrated survey of elemental stoichiometry (C, N, P) from the western to eastern Mediterranean Sea. Biogeosciences, 8:883-899.

Tselepides, A., N. Papadopoulou, D. Podaras, W. Plaiti, D. Koutsoubas, (2000). Macrobenthic community structure over the continental margin of Crete (South Aegean Sea NE Mediterranean), Prog. Oceanogr. 46 (2–4), 401–428

UNEP-MAP RAC/SPA 2010. The Mediterranean Sea Biodiversity: state of the
ecosystems, pressures, impacts and future priorities. By Bazairi, H., Ben Haj, S.,
Boero, F., Cebrian, D., De Juan, S., Limam, A., Lleonart, J., Torchia, G., and Rais, C., Ed. RAC/SPA, Tunis; 100 pages.


Πηγή: Τμήμα Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών
http://www.moa.gov.cy/moa/dfmr/dfmr.nsf ... enDocument
Πείτε ΌΧΙ στις μαλάγρες, μπασμούς και ψαροτροφες:)

Post Reply

Return to “Διάφορα Θέματα”