Ένα κουίζ χορηγούμενο από το περιοδικό Cyprus Yachting Magazine. 


Παραλίες διαφορετικές στην όψη, τουλάχιστον εμφανισιακά, σε σχέση με τις υπόλοιπες, που κοσμούν με την παρουσία τους, τις Ελληνικές ακτογραμμές. Παραλίες, οι οποίες τουλάχιστον εξωτερικά, δεν μας μεταφέρουν το κίνητρο στο να τις συντροφεύσουμε, και να περάσουμε το βράδυ, ψαρεύοντάς τες. Αναφέρομαι, στις επικείμενες παραλίες, οι οποίες μορφολογικά αποτελούνται από μεγάλες ποσότητες από φύκια, που ενδεχομένως να έχουν προέλθει, μέσα από μεγάλες χειμερινές θαλασσοταραχές. Αυτό ίσως να προκύπτει από τον βυθό της παραλίας, που αποτελείται από πλάκες και μεγάλες μπαλοθιές από φύκια. Έτσι, μέσα από τις χειμερινές κακοκαιρίες, η δύναμη της θάλασσας, καταφέρνει να ξεριζώνει από τα βαθιά, μεγάλες ποσότητες φυκιών, με αποτέλεσμα στην συνέχεια το κύμα να τις ξεβράζει στις επιφάνεια της παραλίας. Ως αποτέλεσμα, έχουμε την γνωστή σε όλους μας εικόνα, με τα νεκρά φύκια να σκεπάζουν την επιφάνεια της παραλίας, δημιουργώντας μας διάφορες σκέψεις. Πολλοί λοιπόν, με το που ακούσουν την ορολογία, «μεγάλες μπαλοθιές από φύκια» να μεταπηδήσουν στο επόμενο άρθρο του περιοδικού ή να με θεωρήσουν τρελό.

Μα ο πειραματισμός δεν σταματά εδώ, και συνεχώς θέλω και προσπαθώ να ανακαλύπτω νέους τόπους ή τόπους που θεωρητικά τους θεωρούμε ως «νεκρούς» και μέσα από διάφορα ψαρέματα, να καταφέρνω να βγάζω το καλύτερο δυνατόν προσωπείο τους. Δηλαδή, ακόμη και αν ο βυθός εσωτερικά του πυθμένα, είναι θεωρητικά αρκετά δύσκολος, αποτελούμενος από πλάκες και μεγάλες ποσότητες από φύκια, και η μόνη μας σκέψη ήταν, πώς θα αλλάξουμε σημείο, να δοκιμάσουμε τον τόπο αυτό, καθώς πολλές είναι οι φορές, όπου ένας τόπος που οπτικά δεν μας κάνει το «κλικ», να μας δώσει «απρόσμενα» ψάρια. Για να καταφέρουμε όμως, να φύγουμε με ψάρια από αυτούς τους ομολογουμένου περίεργους τόπους, θα πρέπει να προσέξουμε λίγο παραπάνω τις κινήσεις μας. Καταρχάς, η παρουσία φυκιών στον κάθε τόπο, μόνο αρνητική δεν μπορεί να θεωρηθεί από πλευράς ζωτικότητας. Δηλαδή, η καθ’ αυτή παρουσία στην κάθε παραλία, αποτελεί και ένα μέρος προστασίας μα και τροφής για διάφορα ψάρια, όπως είναι ο συκιός και ο σαργός. Πολύ συχνό, είναι το φαινόμενο ειδικά για αυτούς που βουτάνε, να παρατηρούν ανάμεσα στα φύκια, την έντονη παρουσία ψαριών, και ειδικά των πολυπόθητων συκιών, οι οποίοι, σε πολλές των περιπτώσεων καμουφλάρονται μέσα σε αυτό το οικοσύστημα, παίρνοντας κατά κάποιο τρόπο το χρώμα των φυκιών στο οποίο περιβάλλονται. Εκεί λοιπόν, πρέπει και εμείς να βασιστούμε και να στηρίξουμε τις όποιες ελπίδες μας για κάτι καλό, σε περιπτώσεις όπου το άγνωστο ή ο λάθος προορισμός καταμεσής τη νύχτας, μας βγάλει σε έναν τόπο μη καθορισμένο και με τα προαναφερθέν χαρακτηριστικά. Λοιπόν τι θα κάνατε σε εκείνη την περίπτωση, δεν θα ψαρεύατε; Θα φεύγατε κατά την διάρκεια της νύχτας για τον τόπο που είχατε στοχεύσει παρότι το αργό της ώρας, ή θα μένατε εκεί και θα δοκιμάζατε την τύχη σας, σε έναν τέτοιον τόπο, που ίσως, που ξέρετε να κρύβει εκπλήξεις;

Έτσι συνέβη και σε μας, ένα καλοκαιρινό βράδυ, στο οποίο είχαμε προγραμματίσει να κατευθυνθούμε σε έναν καινούργιο τόπο, μην υπολογίζοντας το αργό της ώρας καθώς και το καινούργιο. Εκτός του ότι είχε για τα καλά πλέον βραδιάσει, θέλαμε και εμείς να πάμε σε ένα σημείο δύσκολα προσβάσιμο, με αρκετά παρακλάδια και κυρίως χωματένια, προτού φτάσουμε στον πολυπόθητο τόπο, καθώς ακούγαμε για ψάρια ποθητά και μεγάλα, όπως συκιοί, μεγάλες τσιπούρες και σαργοί. Σε αυτό το σημείο, μπαίνει και ο «ξεροκέφαλος» χαρακτήρας του ψαρά, καθότι, παρά τις λεπτομερείς πληροφορίες και με την επιπλέον βοήθεια του «Google maps», εμείς πιστεύαμε ατράνταχτα πώς το σημείο θα βρεθεί εύκολα και θα είμαστε ήδη πάνω στις πλάκες, καρτερώντας τα προαναφερθέν θηράματα. Μα το σημείο πουθενά, που όχι μόνο δεν το βρίσκαμε, μα αρχίσαμε να χανόμαστε κατά τα μέσα της διαδρομής στους «υποτιθέμενους» χωματόδρομους, που στην πραγματικότητα ήταν μια απέραντη έκταση από χωράφια. Έτσι, καθώς η ώρα περνούσε, και έχοντας πλέον μόνο σαν οδηγό την διαίσθησή μας, αποφασίσαμε να σταματήσουμε στο πρώτο παραθαλάσσιο μέρος που θα παρατηρούσαμε, καθότι ξέχασα να σας πω, πως η παρουσία του φεγγαριού ήταν έντονη, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό για την έκβαση ενός ψαρέματος, ειδικά για το ψάρεμα του συκιού.

Ένα ακόμη θετικό χαρακτηριστικό, προτού προχωρήσουμε, ήταν ο καιρός την στιγμή αυτή, καθώς είχε πέσει στα 3 μποφόρ (κατά την διάρκεια της μέρας είχε σταθερό 5αρι), πράγμα ιδιαίτερα θετικό, καθότι τα νερά μέσα παρέμεναν θολά και με το υπάρχον “ρυτίδιασμα” θα προσπαθούσαμε να ξετρυπώσουμε τους δύσκολους μα και σπάνιους συκιούς. Ως γνωστόν εξάλλου, αυτό το ψάρι, αρέσκεται να τρώει και να κυκλοφορεί σε συνθήκες σχετικής νηνεμίας και με την παρουσία φεγγαριού. Πίσω στο ψάρεμα λοιπόν, με το να κρατάμε την υπόσχεσή μας και να σταματάμε στο πρώτο παραθαλάσσιο σημείο, που θα βρίσκαμε μπροστά μας. Ήταν ένας τόπος, σκιαγραφημένος από τα προαναφερθέν λεγόμενα, που όπως ήταν λογικό όχι μόνο δεν μας έκανε το κλικ να κάτσουμε να ψαρέψουμε, μα επίσης άρχιζε να μας λούζει ένα κύμα ψυχρολουσίας, καθότι οδεύαμε προς το άγνωστο. Ήταν και είναι, αυτό που φοβόμαστε για τον κάθε άγνωστο τόπο, όταν τον πρωτοσυναντάμε και ειδικά κατά την διάρκεια της νύχτας. Είχαμε πολλές άλυτες απορίες, όπως από τι αποτελείται μέσα ο βυθός, τι ψάρια λες να κάνει, καθώς και το μέγα πρόβλημά που μας απασχολούσε εκείνη την στιγμή: Εάν τα τόσα φύκια, που βρίσκονταν στην επιφάνεια της παραλίας όσο και στις αρχές του πυθμένα, συνέχιζαν με αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι μέσα. Αυτά λοιπόν και άλλα πολλά, ήταν μόνο μερικές από τις σκέψεις μας, για τον άγνωστο και ενδεχομένως «νεκρό τόπο», μα ήταν όμως έτσι;

Όταν λοιπόν πάμε σε έναν καινούργιο τόπο, το πρώτο πράγμα που έχουμε να κάνουμε είναι να σκανάρουμε όσο περισσότερο μπορούμε τον τόπο. Λόγω όμως της ακατάλληλης ώρας, δυστυχώς δεν μας δινόταν η ευκαιρία να δούμε από ψηλά, το πώς αποτελείται ο βυθός, καθώς επίσης θα ήταν μεγάλο λάθος να φέξουμε μέσα στον βυθό, για να δούμε το κάτι παραπάνω. Έτσι το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε, ήταν το να δούμε τι βρίσκεται γύρω από την παραλία. Παραδείγματος χάριν, εάν εσωτερικά της εμφανίζονται διάφορες ξέρες που κατά κάποιον τρόπο μπορούσαν να μαρτυρήσουν την μορφολογία της, είτε το να παρατηρήσουμε τουλάχιστον λεπτομερώς, τόσο την εξωτερική της μορφολογία όσο και τον πυθμένα του βυθού στα πρώτα μέτρα, για να πάρουμε τουλάχιστον μια ιδέα, για τον βυθό που έχουμε να κάνουμε. Έτσι, στην περίπτωση αυτήν, αφού είδαμε τόσο εξωτερικά όσο και στα πρώτα μέτρα του πυθμένα, ότι αποτελείται από διάσπαρτα μονόπετρα και φύκια, τότε σκεφτήκαμε πώς έχουμε να κάνουμε με έναν ενδιαφέρον συκιότοπο! Καθώς, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, οι συκιοί λατρεύουν να βρίσκονται κοντά στις λεγόμενες ποσειδώνιες (δηλαδή μεγάλα μονόπετρα, να περικλείονται με άμμο και μπαλοθιές από φύκια) είτε σε τόπους που αποτελούνται εξολοκλήρου από φύκια και πλάκες.

Πώς όμως θα καταφέρουμε να ψαρέψουμε σε τέτοιους δύσκολους τόπους, καθώς τα φύκια αποτελούσαν και αποτελούν ένα μεγάλο πρόβλημα για το παράκτιο ψάρεμα, και ειδικά για την τεχνική του «casting». Λογικό αν το σκεφτεί κανείς, καθότι αφού μιλάμε για φύκια είναι συχνό το ενδεχόμενο, το δόλωμά μας να χάνεται μέσα σε αυτά. Εκεί ήρθε να παίξει κρίσιμο ρόλο, το πολύ λειτουργικό «floater», το οποίο υψώνει την δολωσιά μας, πάνω από φυσικά εμπόδια όπως είναι τα φύκια και τα μεγάλα μονόπετρα. Όμως και πάλι εδώ, υπάρχει η διχόνοια για το εάν ο συκιός, μπορεί και αρέσκεται να τρώει αρκετά πιο ψηλά, καθώς όλοι γνωρίζουμε την αγαπημένη του συνήθεια να τρώει πατωτά, εκτός ορισμένων μόνο περιπτώσεων.

Έτσι λοιπόν τι μπορούμε να κάνουμε σε τόπους, όπου η παρουσία φυκιού μπορεί να είναι πιθανή και χωρίς να θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε το γνωστό σε όλους μας «floater»; Όπως είπαμε και παραπάνω, αν και εμείς είχαμε πλέον φτάσει στον τόπο την χειρότερη δυνατή ώρα, δηλαδή καταμεσής της νύχτας, υπό κανονικές προϋποθέσεις και όπως «αρμόζει η λογική» μπορούμε να σκανάρουμε τον τόπο, από ένα ψηλότερο σημείο και να δούμε «που κάνει τα καθαρά σημεία και που όχι». Δηλαδή, που βρίσκονται κατά κύριο λόγο οι μεγάλες ποσότητες φυκιών και που βρίσκεται ο καθαρός σχετικά βυθός, που αποτελείται συνήθως από άμμο και πλάκες. Εκεί λοιπόν, θα πρέπει και εμείς, να στοχεύσουμε τις δολωσιές μας, καθότι κατά την διάρκεια της νύχτας, αν υπάρχουν συκιοί στις τριγύρω περιοχές, να είστε σίγουροι πώς θα βγουν να φάνε την δελεαστική πλούσια δολωσιά μας από φαραώ! Τώρα βεβαίως, κατά την διάρκεια της νύχτας, λογικό είναι με την περιορισμένη ορατότητα που διαθέτουμε να μην στοχεύουμε σωστά τα ιδανικά σημεία. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε σε εκείνο το σημείο λοιπόν, είναι αφού μαζέψουμε τα μπόσικα, να πάρουμε λίγα παραπάνω μέτρα, και με την αίσθηση που θα μας αφήνει η μύτη του καλαμιού μας, από το σύρσιμο της αρματωσιάς μας, να καταλάβουμε, εάν έχουμε πέσει πάνω στις φυκιάδες ή στον ποθητό «καθαρό» βυθό. Εάν τώρα στην περίπτωση αυτήν, δούμε πώς με την προαναφερθέν ενέργεια, η αρματωσιά ή το βαρίδι σκαλώνει, τότε ξεχνάμε την παραπάνω κίνηση και με το που κάνουμε την ρίψη, μαζεύουμε ίσα ίσα τα μπόσικα. Σε αυτήν την περίπτωση, και εάν δεν είμαστε σίγουροι για το που έχει πέσει η αρματωσιά μας, μπορούμε να της φορέσουμε και ένα «floater» ή εναλλακτικά να χρησιμοποιήσουμε την λεγόμενη «νάρκη», με σκοπό να κάνει φανερή την δολωσία μας, λόγω της κίνησης και του δελεαστικού χρώματος, που μας προσδίδει στην δολωσιά μας.

Βεβαίως, δεν σταματάμε εδώ, καθώς έχουμε να κάνουμε συνάμα με έναν τόσο άγνωστο όσο και άγριο βυθό. Έτσι δεν θα μπορούσαμε να μην τροποποιούσαμε και τον εξοπλισμό μας, με βάση τόσο τις καιρικές συνθήκες όσο και τον καθ' αυτό τόπο που θα ψαρέψουμε και θα περάσουμε το υπόλοιπο της νύχτας. Όσο αφορά τον καιρό, σε αυτήν την φάση, δεν θα μας δημιουργήσει προβλήματα, καθότι ψάρια όπως ο συκιός και η τσιπούρα, τα οποία αρέσκονται να τριγυρνούν ή να βρίσκονται σε αυτούς τους τόπους, τρώνε χωρίς να υπάρχει απαραίτητα η επιθυμητή σε πολλές των περιπτώσεων θαλασσοταραχή. Ειδικά, τονίζω για τον συκιό που ως τώρα, μας έχει δείξει ότι προτιμά τα ήσυχα νερά, για να βγει να φάει και ακόμη καλύτερα, αν η θάλασσα κάνει το γνωστό της ρυτίδιασμα. Μια κατάσταση λοιπόν, στην οποία είχα βρεθεί στο τελευταίο ψάρεμα, και μας είχε δώσει αρκετούς συκιούς, πράγμα δύσκολο μα και σπάνιο. Αυτή η κατάσταση, δηλαδή το ρυτίδιασμα της θάλασσας ή αλλιώς όπως πολλοί λένε, όταν η «θάλασσα παίζει» θα το συναντήσουμε, όταν ο αέρας κυμαίνεται μεταξύ των 2 με 3 μποφόρ. Φεγγάρι και το «παιχνίδισμα της Γαλανής», είναι λοιπόν μέχρι στιγμής δύο τρανταχτά θετικά στοιχεία, που μπορεί να μας οδηγήσουν σε μια πιθανή επιτυχία, και γιατί όχι να βρεθούμε προ εκπλήξεως, με μια καταπληκτική ψαριά από συκιούς και όχι μόνο!

Τι γίνεται όμως με την αρματωσιά που θα φορέσουμε στα καλάμια μας; Σε αντίθεση με προηγούμενα άρθρα, που έχουμε αναφέρει στο περιοδικό, σε αυτήν τη περίπτωση και ειδικά για έναν τόπο που δεν γνωρίζουμε και δεν ξέρουμε σε πιο σημείο υψώνονται οι πλάκες ή οι μεγάλες μπαλοθιές από φύκια, τότε είναι μονόδρομος η σταθερή ή συρόμενη μονάγκιστρη αρματωσιά. Και όταν εννοώ μονάγκιστρη αρματωσιά, χωρίς πάνω της να υπάρχουν πολλά-πολλά μπιχλιμπίδια, παρά μόνον ένα κομμάτι παραμάλλου μήκους το πολύ 50 εκατοστών και διαμέτρου 0,30 με 0,34 mm, καθότι μην ξεχνάμε πώς έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν αρκετά δύσκολο βυθό. Επίσης, είτε χρησιμοποιούμε σταθερές αρματωσιές είτε συρόμενες, τα εξαρτήματα που θα χρησιμοποιήσουμε, να είναι όσο το δυνατόν γίνεται πιο μικρά σε όγκο. Αυτό, καθώς σε τέτοιους βυθούς, εξαρτήματα μεγάλου όγκου, πολύ τυχόν να μας δημιουργήσουν σκαλώματα, πράγμα το οποίο και δεν επιθυμούμε. Εδώ, έχω να τονίσω και την σημασία που έχουν οι μάνες των μηχανισμών, σε αυτές των περιπτώσεων. Δηλαδή σε τέτοιες καταστάσεις, αποφεύγουμε να χρησιμοποιήσουμε λεπτές διαμέτρους πετονιών, όπως παραδείγματος χάριν 0,25 με 0,28 και με «shock leader»,και αυτό το κάνουμε για πρακτικούς κυρίως λόγους. Πρώτον, μπορεί ναι μεν να μας αποδώσει παραπάνω μέτρα, αλλά από την άλλη με το πρώτο σκάλωμα, έχουμε ως συχνό επακόλουθο, το να κόβεται η ένωση πετονιάς με shock, και ξανά πάλι από την αρχή και μέσα στα σκοτάδια να κάνουμε τον κόμπο ένωσης. Μπορεί να μην είναι και το πιο δύσκολο κομμάτι, αφού έχω βρεθεί σε αυτό το σημείο (για κακή μου τύχη) και με συνθήκες αέρα, αλλά αν τυχόν σου τελειώσει και το shock leader, μετά πολύ απλά, θα έχεις το ρόλο του θεατή για το υπόλοιπο ψάρεμα, καθώς με μια πετονιά διαμέτρου 0,25 ή 0,28 σε τέτοιους βυθούς δεν πας πουθενά! Έτσι λοιπόν, θα σας συμβούλευα να έχετε μαζί σας πάντα δύο μπομπίνες, η μια γεμισμένη με τα προαναφερθέν χαρακτηριστικά και η δεύτερη προφανώς πιο βαθιά, με μια μεγαλύτερης διαμέτρου πετονιά γύρω στα 0,35 με 0,40 mm. Εδώ σίγουρα, θα χάσουμε σε μέτρα, αλλά σε αυτές των περιπτώσεων, μας νοιάζει μια πετονία που να αντέχει την σκληρή χρήση, καθώς μην ξεχνάμε και τις συνήθειες του αγαπημένου μας συκιού.


Ένα ψάρι που τεστάρει την υπομονή μας

Ο συκιός λοιπόν, είναι ένα θήραμα το οποίο όταν βρει τα σκούρα θα προσπαθήσει να σκαλώσει και δεν θέλει και πολύ. Ένα άτομο των 500 γραμμαρίων μπορεί να μας βάλει σε φασαρίες, όσο σκεφτείτε για έναν ενήλικα συκιό της τάξεως του κιλού. Θα πρέπει στην περίπτωση που βραχώσει καταρχήν, να αφήσουμε το καλάμι κάτω και αφού του δώσουμε λίγα ακόμη μπόσικα, με την παραμικρή ξανά κίνηση να σφίξουμε τα φρένα και να τον φέρουμε έξω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα γίνεται! Η άλλη περίπτωση και αφού η πρώτη δεν μας βγει σε καλό (το να τον περιμένουμε μέχρι το ξημέρωμα και ακόμα να μένει εκεί ακλόνητος) είναι να τεστάρουμε τις δυνατότητες του εξοπλισμού μας, σε πραγματικές λοιπόν συνθήκες. Και αυτό πολύ απλά θα γίνει, όταν με το που τσιμπήσει, να μαζέψουμε την πετονιά μας και φέροντας το καλάμι σε ορθή γωνιά, εμποδίζοντάς τον με την πίεση που θα του ασκήσουμε, με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να χωθεί σε κάποιες από τις δαιδαλώδεις τρύπες. Εάν λοιπόν, δούμε πως με την πρώτη περίπτωση, το ψάρι χώνεται όλο και βαθύτερα στις πλάκες, τότε ήρθε η ώρα να έρθουμε αντιμέτωποι πρόσωπο με πρόσωπο με το θήραμα. Θα σφίξουμε τα φρένα τελείως, και θα φέρουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται το ψάρι έξω χωρίς καμιά καθυστέρηση, παρά τα όποια βουβά κεφάλια μπορεί να πραγματοποιήσει, καθώς το παραμικρό λάθος μπορεί να αποβεί μοιραίο. Βεβαίως για να γίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να έχουμε πραγματοποιήσει τα προαναφερθέντα στάδια, όσο αφορά το κομμάτι του εξοπλισμού.

Όσο αφορά το δόλωμα δεν χρειάζεται να πω πολλά για αυτό το κομμάτι, καθότι το ψάρεμα του συκιού, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον βασιλιά τον δολωμάτων φαραώ. Μα στις περιπτώσεις αυτές, όπου οι συνθήκες είναι ιδανικές και για το ψάρεμα της τσιπούρας, μην ξαφνιαστείτε, αν την δείτε στα αγκίστρια σας, καθότι αρέσκεται να τριγυρνά σε τούτους τους τόπους (δοκιμάστε και μια δολωσιά “σάντουιτς”, δεν έχετε να χάσετε τίποτα). Γερά αγκίστρια, υπομονή που να σπάει νεύρα και θα έρθει η ώρα της δικαίωσης από πλευράς Γαλανής, καθώς όπως έχουμε ξαναπεί, αρέσκεται σε τύπους που δείχνουν πίστη και που κυνηγούν νέες εμπειρίες και τόπους. Εις το επανιδείν!


Του Μανώλη Λαουτατζή