Μπαμπης ο χλαπας

Post Reply
User avatar
chrysanthos9
Posts: 1853
Joined: Sun Nov 02, 2008 5:24 pm
Location: madrit spain

Μπαμπης ο χλαπας

Post by chrysanthos9 »

Το κειμενο ειναι αντεγραμενο απο το spearfishingforum.gr και το εγραψε το μελος dimak :)


Ξέρω, είναι πολύ μεγάλο...
Ξέρω, είναι ολότελα φανταστικό, τραβηγμένο από τα μαλλιά...
Ξέρω, δεν έχει φωτό...
Όποιος δεν το έκλεισε ήδη,καφεδάκι , ποτάκι και καλή ανάγνωση.



Ο ΜΠΑΜΗΣ Ο ΧΛΑΠΑΣ

Η ιστορία μας διαδραματίζεται σε γνωστό Κυκλαδονήσι . Για την ακρίβεια στο βυθό του, κοντά στο βορινό κάβο με τα θρυλικά ρέματα και τα κοφτά νερά. Εκεί ζούσε ο Μπάμπης ο επονομαζόμενος και χλάπας. Ένας παλαιολιθικός ροφός γέννημα θρέμμα της γειτονιάς και αναμφισβήτητος άρχοντας του τόπου.
Το σπίτι του Μπάμπη, .ένα θηριώδες μονόπετρο με άπειρες εισόδους και εξόδους και κατασκότεινα σημεία, όπου κανένας φακός δε μπορούσε να διαπεράσει , δέσποζε στην περιοχή , οριοθετώντας το τέλος από το σχετικά ρηχό κατρακύλι στη συνήθως υπήνεμη πλευρά του κάβου και αποτελώντας το σύνορο με τα άγρια κοφτά νερά.

Ο Μπάμπης στα έσχατα γεράματα πια, απολάμβανε να ρεμβάζει με τη λιακάδα στο σκαλοπάτι που βρισκόταν μπροστά από το σπίτι του , χαζεύοντας το βυθό που κατηφόριζε, με τις χορταριασμένες πέτρες να δίνουν τη θέση τους στις βαθιές πλάκες της αποχής. Αραιά και που μειδιώντας μετακινούσε απότομα τον τεράστιο όγκο του σπέρνοντας τον πανικό σε καλόγριες και μελανούρια , κακαρέλους και γερμανούς . Τους τελευταίους δεν άντεχε να τους βλέπει. Η ανάμνηση της δυσπεψίας που του είχαν προκαλέσει όταν είχαν πρωτοεμφανισθεί στην επικράτειά του ακόμα τον έκαναν να ρεύετε και να φτύνει υπολείμματα από σουπιές και χταπόδια , που αποτελούσαν πια την αποκλειστική τροφή του. Βέβαια ο χλάπας είχε χλαπακιάσει καμιά δεκαριά μονοκοπανιά, αλλά όπως και να το κάνεις...
«Αι σιχτίρ με τα κολόψαρα , μου μαγαρίζουν τη γειτονιά».

Κάθε πρωί έβγαινε στο μπαλκόνι και καλωσόριζε τις συναγρίδες που έφερναν τα νέα από τις βαθυνές ξέρες και τα γύρω νησιά, τα μαγιάτικα που έρχονταν ξελιγωμένα από μακριά , τα ξαδέρφια του τις στήρες και τις πίγγες καθώς και εγγόνια και δισέγγονα που έφταναν για να γνωρίσουν τον προγονό τους.
Ο Μπάμπης με τη σοφία των χρόνων του πάντα είχε κάποια συμβουλή να δώσει, να συνετίσει τους ασεβείς , να δαμάσει την ορμή της νιότης , να διδάξει την τέχνη της επιβίωσης. Πάντα φρόντιζε ο ίδιος ή κάποιο από τα πρωτοπαλίκαρά του να δείξει τα κατατόπια και τους δρόμους διαφυγής στους νέους κατοίκους, αν και γνώριζε ότι οι νόμοι της φύσης ήταν αδυσώπητοι!

Ήταν ένας παράδεισος η αυλή του Μπάμπη γεμάτος ζωή, σε διαρκή κίνηση και ένταση μα και ηρεμία την ίδια στιγμή, μια πανδαισία χρωμάτων και ήχων! Η αλήθεια , βέβαια, είναι ότι δεν ήταν όλα όπως παλιά, τότε που κάνανε και μήνα να νιώσουν την ανθρώπινη παρουσία , πέρα από κανένα βαρκάρη που έλαμνε τραγουδώντας με τα κουπιά του. Μέχρι να βγάλει το μασούρι και να αρχίσει να μπουμπουνίζει βέβαια… Αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία!

Τώρα πια οι αμέριμνες μέρες είχαν λιγοστέψει κατά πολύ! Το καλοκαίρι δε, ήταν σκέτη κόλαση και τα Σαββατοκύριακα αφόρητα. Οι κάτοικοι ,όμως της περιοχής με μπροστάρη το γερο Μπάμπη είχαν αναπτύξει τις άμυνες τους .Όχι πάντα τόσο αποτελεσματικές, γιατί πως να μπουν σε καλούπια συνήθειες και ιεροτελεστίες αιώνων! Έτσι η αυλή του Μπάμπη συνέβαλε κι αυτή το μερτικό της στην αέναη ανακύκλωση της φύσης και στην ισορροπία θηρευτών -θηραμάτων. Δεν ήταν λίγα τα παιδιά και τα εγγόνια που ο Μπάμπης είχε αποχαιρετήσει , δεν θρηνούσε όμως ποτέ παρά μόνο για τους άδικους θανάτους.

Νομίζω ότι δε χρειάζεται να σας πω ότι ο Μπάμπης είχε ιδιαίτερα αντιφατικά συναισθήματα για τους μεγάλους θηρευτές, τους ανθρώπους και ειδικά για αυτούς που κόντρα στους νόμους της φύσης κατόρθωναν να μιμηθούν τα υποθαλάσσια όντα.
Τους γνώρισε πολύ μικρός, όταν οι πρώτοι άνθρωποι με μάσκα τσαλαβουτούσαν στον αφρό και μάταια προσπαθούσαν να ρίξουν μια ματιά στο θαυμαστό σπίτι του. Τους είδε πολύ σύντομα να φοράνε κάτι σαν δέρμα φώκιας και δειλά δειλά να φτάνουν στο σπίτι του και κρατώντας όλο και πιο μακρυά όπλα να γίνονται απειλητικοί ακόμα και για τους μεγάλους υποθαλάσσιους θηρευτές. Τους είδε να ξεπερνάνε το σπίτι του και να φτάνουν στις μεγάλες πλάκες της αποχής σκορπώντας τον όλεθρο στα επιπόλαια ψάρια που έρχονταν από τα βαθιά.
Σίγουρα έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για αυτά τα περίεργα όντα, που παρότι δεν ανήκαν στον κόσμο της θάλασσας , ξεπερνούσαν διαρκώς τα όρια της στεριανής φύσης τους. Δε μπορούσε όμως με κανένα τρόπο να χωνέψει την ακόρεστη απληστία και την πλεονεξία τους!

Ο Μπάμπης θα μπορούσε να πει κανείς ότι πολύ έξυπνος ή πολύ τυχερός . Επιβίωσε μικρός από αρκετά επιπόλαια χτυπήματα-τότε που ακόμα τα όπλα των ανθρώπων ήταν αρκετά ανίσχυρα- και έμαθε. Έμαθε να κρατάει της αποστάσεις και να εξαφανίζεται στα σκοτεινά αμπάρια του σπιτιού του , όταν τα πράγματα δυσκόλευαν.
Όταν ήταν πιο μικρός τρελαινόταν να περιπαίζει τους ανυποψίαστους δύτες και να τους κάνει να τον ψάχνουν για ώρες ώσπου να βγουν σκασμένοι στη βάρκα τους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που εμφανιζόταν από το πουθενά για να αποσπάσει την προσοχή των ανθρώπων δίνοντας χρόνια στους αυλικούς του να εξαφανιστούν. Καθώς όμως τα χρόνια περνούσαν τη δουλειά αυτή, όλοκαι πιο συχνά, την αναλάμβαναν τα πρωτοπαλίκαρά του.

Μία και μοναδική φορά ο χλάπας είχε νιώσει ότι κινδύνευσε πολύ σοβαρά. Ένα μεσημέρι είχε σαβουρώσει για τα καλά και λιαζόταν στην άμμο περιμένοντας να χωνέψει. Ξαφνικά ένιωσε από πίσω του μια ανεπαίσθητη κίνηση. Γύρισε τρομαγμένος και αντίκρισε έναν άνθρωπο να τον πλησιάζει με προτεταμένο όπλο. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε άνθρωπο τόσο βαθιά ,χωρίς να βγάζει αυτές τις μπουρμπουλήθρες που ακούγονταν από χιλιόμετρα. Αλαφιασμένος χώθηκε στην πρώτη πέτρα που βρήκε μπροστά και που ίσα ίσα έκρυβε το κορμί του. Ο δύτης έφυγε, αλλά ο Μπάμπης δεν μπορούσε να κουνηθεί από την τρομάρα του. Έμεινε ακούνητος να ακούει το δύτη που πάλι ερχόταν προς το μέρος του. Είδε την άγρια έκφραση που είχε το βλέμμα του και το ατσάλι μπροστά στα μάτια του, όταν ξαφνικά τα βλέφαρα του δύτη έκλεισαν και τα πύρινα μάτια γλύκαναν!
Βγήκε ανακουφισμένος από την πέτρα παρατηρώντας τον άνθρωπο να ανεβαίνει καθυστερώντας λίγο το αριστερό του πόδι. Τότε κατάλαβε ότι με αυτό τον άνθρωπο, που οι όμοιοι του τον φώναζαν μαστρο Γιάννη, θα τους ένωνε μια βαθιά φιλία. Έμαθε σιγά σιγά να αναγνωρίζει τον ήχο της πεδιλιάς του και την χαρακτηριστική χωλότητα . Το ρυθμό της ανάσας και την περιδίνηση της βουτιάς του. Πάντα έτρεχε να τον χαιρετήσει διακριτικά , χωρίς να ξεχνάει το μάθημα που του είχε δώσει:
«Μην εμπιστεύεσαι ποτέ τους ανθρώπους και μην υποτιμάς τις ικανότητές τους»!

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και ο Μπάμπης αυτοδικαίως κατέληξε να θεωρείται ένα από τα πιο σοφά ψάρια της ρηχής ζώνης. Η γνώμη του πάντα είχα ιδιαίτερη αξία στα συμβούλια των αρχηγών και η παρουσία του ενέπνεε σεβασμό. Αν δεν υπήρχε ο Μπάμπης είναι σίγουρο ότι πολλά ψάρια θα είχαν εγκαταλείψει τη ρηχή ζώνη, αλλά ο γερο ροφός αρνούνταν πεισματικά να συναινέσει σε μαζική μετανάστευση στη βαθύτερη ζώνη. Μια ολόκληρη ζωή έζησε παρέα με τα παιχνίδια του φωτός και των χρωμάτων, με τους ήχους των κυμάτων και του ουρανού. Η προοπτική στα βαθιά γεράματα να εγκατασταθεί στη ζώνη του λυκόφωτος φάνταζε εφιαλτική. Πάντα προέτρεπε τους φίλους του να φανούν έξυπνοι και να αναζητούν νέους τρόπους για να προφυλακτούν από την κατάρα των ανθρώπων. Φρόντιζε η αυλή του να είναι όσο γίνεται πιο ασφαλής και η σοφία των γέρων να μπολιάζεται με το θάρρος και την εξυπνάδα των νέων.

Ήταν ξημερώματα Δευτέρας (γιατί πια ,ακόμα και τα ψάρια ζουν με τους ρυθμούς των ανθρώπων) όταν ο χλάπας επέστρεψε βαρύς από ένα ακόμα συμβούλιο. Η δυσπεψία που δεν έλεγε να τον αφήσει σίγουρα δεν ήταν καλό σημάδι. Πλησιάζοντας το σπίτι του κοντοστάθηκε να δει αν όλα ήταν καλά, αν και βαθιά μέσα του ήξερε...
Είδε το άγημα των συγκατοίκων του με επικεφαλής τον Παντελή , τον αρχαίο σηκιό που σπάνια αποχωριζόταν τα σκοτάδια του κοινού τους σπιτιού.
-Πες μου, Παντελή, μη διστάζεις!
-Να Μπάμπη, ο Μήτσος...
-Από βέργα?
-Ναι Μπάμπη από βέργα.
Ο Μπάμπης ήξερε πολύ καλά ότι αργά ή γρήγορα αυτό θα συνέβαινε. Ο Μήτσος ήταν το πιο γενναίο και έξυπνο από τα εγγόνια του, αλλά η τόλμη του συχνά άγγιζε τα όρια της αλαζονείας. Δεν μπόρεσε να αποφύγει αυτό το σφίξιμο στην καρδιά, γιατί όσο και αν καυγάδιζαν, ο Μήτσος ήταν το λατρεμένο του εγγόνι.
-Το ήξερα Παντελή ότι δε θα προλάβαινα να φύγω πριν από αυτόν...Πες μου τα όλα.
-Θυμάσαι Μπάμπη εκείνη την οικογένεια με τις στήρες που ήρθαν στη γειτονιά δύο μέρες πριν φύγεις για το συμβούλιο. Παρότι τις προειδοποίησες ότι η πλάκα που διάλεξαν δεν είναι ασφαλής, δε σε άκουσαν. Όταν ήρθαν οι άνθρωποι έτρεξαν να κρυφτούν όλες κάτω από την πλάκα.
Ο Μήτσος κατάλαβε αμέσως και έτρεξε για αντιπερισπασμό. Οι στήρες πρόλαβαν αλλά όχι ο Μήτσος... Οι άνθρωποι είχαν κάτι τεράστια όπλα , με τρία λάστιχα . Ο καημένος ο Μήτσος νόμιζε ότι κρατούσε τις αποστάσει αλλά...Πρόλαβε και πήρε τις τη βέργα , μα δε μπόρεσε να χωθεί βαθιά . Τους παίδεψε αλλά...
-Και οι στήρες?
-Οι ηλίθιες!Δε φτάνει που έγιναν η αιτία να χτυπηθεί ο Μήτσος , η μεγαλύτερη βγήκε από την πλάκα για να παρακολουθήσει τους ανθρώπους.
Οι άνθρωποι την πήραν χαμπάρι , την ακολούθησαν και αφού ανέβασαν το Μήτσο, τις σήκωσαν όλες! Όλες Μπάμπη, το καταλαβαίνεις? Και τα στηρόπουλα .Δε σεβάστηκαν τίποτα. Που θα πάει αυτή η κατάσταση?

Τι να πει κι ο Μπάμπης... Μάζεψε τα κομμάτια του και σύρθηκε στο σπίτι του να θρηνήσει μόνος του και να σκεφτεί. Είχε έρθει πολλές φορές σε επαφή με την απληστία των ανθρώπων , αυτή τη φορά όμως είχε θυμώσει για τα καλά. Προσπαθούσε να καταλάβει τι κοινό είχαν αυτοί οι άνθρωποι με το φίλο του το μαστρο Γιάννη και δε μπορούσε να βρει τίποτα. Αυτή τη φορά η αμφιθυμία του απέναντι στους ανθρώπους είχε μετατραπεί σε άγριο μίσος. Ήξερε πολύ καλά ότι η απληστία των συγκεκριμένων ανθρώπων θα τους οδηγούσε πολύ σύντομα και πάλι στην αυλή του. Ένα σχέδιο είχε ήδη αρχίσει να κατασταλάζει στο μυαλό του. Θα έδινε ένα πολύ σκληρό μάθημα στους ανθρώπους , ακόμα και αν αυτό θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανε!
Έστειλε να φωνάξουν τη βασίλισσα των συναγρίδων και έκατσαν σε μια απόμερη γωνιά καταστρώνοντας το σχέδιο τους...

Μερικές μέρες αργότερα λίγο πιο πέρα ένα μεγαφουσκωτό αγκυροβολεί.
Οι άνθρωποι ετοιμάζουν τις φόρμες τους και τα πανίσχυρα όπλα τους. Αυτή τη φορά έχουν και δεύτερο ψυγείο μαζί τους.
- Αδερφάκι και τα μισά από την προηγούμενη να πάρουμε θα είμαι ευχαριστημένος...
- Τι λες τώρα! Τα διπλά να πάρουμε. Είδες πόσο βάλαμε τη ρουφιάνα τη βενζίνη! Μας έχουν ξεκωλώσει οι αλήτες. Μου ήρθαν και τα τέλη για το τζιπ...Τι να λέμε ρε φίλε. Καλά που βγάζουμε και κανά ψαράκι και ρεφάρουμε.
- Χε,χε...
- Άσε που εκείνο το γεροροφό τον έχω άχτι. Ξέρεις πόσες φορές μου έχει γλυτώσει στο τσακ ο φούστης! Επιστήμονας λέμε. Το μισό φόρουμ τον έχει κυνηγήσει. Αλλά τώρα με το καινούργιο το γκάνι, δε γλυτώνει. Δε θα χωράει στη φωτογραφία λέμε...
- Την προηγούμενη φορά δεν τον είδαμε. Αλλά κι αυτός που σηκώσαμε δεν ήταν άσχημος αδερφάκι.
- Άσχημος!? Το καλύτερο μέγεθος λέμε. Ο καπετάνιος κάνει κρα για κάτι τέτοιους. Τις προάλλες μου έλεγε ότι έχει ένα παρεάκι, κάτι λιγδιάδηρες νεόπλουτους που δεν έχουν βρέξει κώλο ποτέ, που πληρώνουν όσο όσο για τα συκωτάκια. Μαλάκα μου να προσέχεις πως τα πιάνεις τα ψάρια , μην είσαι τόσο τσαπατσούλης. Προχτές τη μία στήρα παραλίγο να τη «χαλάσεις» στο μάτι. Και στο έχω πει εκατό φορές να μην πιάνεις από το μάτι...
- Εντάξει ρε αδερφάκι, κάτσε να ξαναπετύχουμε τις στήρες και δε θα τις ακουμπήσω! Πόσο ήθελα να τις βγάλω στο φόρουμ να την μπω λίγο στους καναπεδάτους!
- Τρελός είσαι? Θα έπεφτε το κράξιμο της αρκούδας. Θα αρχίζανε πάλι οι άσχετοι να λένε. Που δεν έχουν δει στήρα στη ζωή τους και η γλώσσα τους περισσεύει. Μαλάκες είμαστε εμείς που θαλασσοπνιγόμαστε κάθε μέρα και μας τη λένε κι από πάνω? Εγώ φιλαράκι , γεννούσε η γυναίκα μου κι ήμουνα στο μεροκάματο...
- Αδερφάκι... Άντε να βουτάμε γιατί με άναψες τώρα!

Λίγο πιο πέρα ο Μπάμπης είχε ακούσει το θόρυβο από τη βάρκα και έχει στείλει έναν από τους αυλικούς του να τσεκάρει τους ανθρώπους. Όταν τον ειδοποίησαν ότι είναι οι άνθρωποι που ψάχνει , μοίρασε με ακρίβεια μαέστρου τους ρόλους που είχε ετοιμάσει μαζί με τη βασίλισσα.

Πρώτα υποδέχτηκαν τους ανθρώπους οι μεγάλοι σαργοί που χάθηκαν στα δαιδαλώδη κατρακύλια. Παρά τα αλλεπάλληλα καρτέρια και τα εντατικά ψαχτήρια ούτε ένας δεν έκανε το λάθος. Οι άνθρωποι άρχισαν να εκνευρίζονται!
-Αδερφάκι που χάθηκαν τόσα ψάρια?
-Χέσε τους ρε φίλε! Πάμε να πάρουμε κανένα μαύρο. Χάνουμε την ώρα μας.
Τα πρώτα καρτέρια στο μπαλκονάκι του Μπάμπη ήταν αποκάλυψη. Ένα θέαμα που ελάχιστες φορές είχαν ξαναδεί. Ήταν λες και όλα τα ψάρια της θάλασσας είχαν έρθει να τους βρουν. Κακαρέλοι , σκαθάρια , στήρες και πίγγες ,τρεις στρουμπουλοί ροφοί μα κι ένα κοπάδι συναγρίδες γέμιζαν το οπτικό τους πεδίο! Τόσο πολλά που ήταν σχεδόν αδύνατο να επικεντρωθούν σε ένα και μοναδικό στόχο. Τόσο κοντά τους , μα ταυτόχρονα τόσο μακριά, λίγο πιο έξω, λίγο πιο κάτω από το πεδίο δράσης τους. Λες και κάποιος τα είχε δασκαλέψει!
Έπρεπε να είχαν υποψιαστεί κάτι αλλά...
Καρτέρι στο καρτέρι , βάθαιναν όλο και πιο πολύ. Τα μικρότερα ψάρια σιγά σιγά είχαν σκορπίσει αφήνοντας μόνο το κοπάδι με τις συναγρίδες να βολτάρουν στο πλάτωμα πριν την αποχή και κάποια μαύρα σε ρόλο θεατών στην περιφέρεια της αρένας.
Οι άνθρωποι είχαν φτάσει πια στα όρια του βάθους, με τα νεύρα τους να έχουν γίνει κουρέλια. Δε μπορούσαν να πιστέψουν ότι ενώ σε κάθε βουτιά έβλεπαν τόσα φαινομενικά ήρεμα ψάρια η ψαροβελόνα τους ήταν απελπιστικά άδεια!
Μοιραία έφτασε το τελευταίο καρτέρι , εκεί στη ζώνη όπου τα πάντα ήταν μουντά και ανοίκεια για τους ανθρώπους. Ο δύτης κρύφτηκε στον τελευταίο βράχο πριν το πλάτωμα. Οι συναγρίδες φαίνονταν ανήσυχες αυτή τη φορά. Ξαφνικά μια τεράστια μακρόστενη σιλουέτα πλησίασε από την ακάλυπτη μεριά αιφνιδιάζοντας τον άνθρωπο. Η βασίλισσα ζύγωσε και ξαναέφυγε τρεις φορές πριν αποχαιρετήσει οριστικά το σαστισμένο ψαρά.
Έκανε να σηκωθεί απογοητευμένος και να φύγει , όταν μέσα από την καταχνιά εμφανίστηκε ο Μπάμπης κρύβοντας τον τεράστιο όγκο του και πλησιάζοντας αργά.
Ο άνθρωπος, έχοντας ήδη υπερβεί τα όρια του, τόλμησε να επιχειρήσει τη βολή , σίγουρος για την αποτελεσματικότητα του μεγάλου όπλου.
Ο Μπάμπης γνωρίζοντας από πριν τι θα συμβεί, έστριψε την τελευταία στιγμή και δέχτηκε τη βαριά βέργα στο ψαχνό. Άφησε τον άνθρωπο να τον τραβήξει μερικά μέτρα και μετά έδωσε μια με την τεράστια ουρά του τραβώντας τον προς τα κάτω.
Ο άνθρωπος θα είχε σίγουρα πνιγεί αν το ζευγάρι του δεν είχε σπεύσει να τον τραβήξει πάνω. Τα μπλε χείλια , οι σπασμοί που δεν έλεγαν να κοπάσουν και το ασπράδι του ματιού μαρτυρούσαν τη σοβαρότητα της κατάστασης...
Ευτυχώς ο δεύτερος άνθρωπος ήταν πολύ έμπειρος και ο άτυχος δύτης συνήλθε γρήγορα.
-Αδερφάκι με κοψοχόλιασες. Τι έγινε ρε φίλε?
Με κομμένη ακόμα την ανάσα ο άνθρωπος εξιστόρησε στο φίλο του όσα είχαν συμβεί.
-Αδερφάκι μήπως να την κάνουμε? Δεν αξίζει να πνιγούμε για τα κωλόψαρα!
-Τρελός είσαι? Μήπως δεν κατάλαβες καλά?Έχω χτυπήσει το γέρο σου λέω, δεν τον αφήνω ,μία παραπάνω που παραλίγο να με πνίξει ο φούστης. Σε δέκα λεπτά θα είμαι μια χαρά .
-Αδερφάκι αφού επιμένεις άσε να καθαρίσω εγώ. Μόνο το νου σου γιατί από ότι κατάλαβα ο ροφός την έχει κάνει για βαθιά.
Ο άνθρωπος με σφιγμένη την καρδιά ,είναι η αλήθεια ,προσπάθησε να χαλαρώσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκε με το φιλαράκι του σε δύσκολες καταστάσεις,ούτε η πρώτη που ο ένας από τους δύο την είχε «τσιμπήσει». Είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό του και το ζευγάρι του, αν και κάτι του έλεγε ότι η κατάσταση βρομούσε.
Την ίδια στιγμή ο Μπάμπης είχε πάρει τη βέργα , είχε περάσει κάτω από ένα διαμπερές μονόπετρο για να καταλήξει στην πλάκα που μερικές μέρες πριν είχε γίνει το νεκροταφείο των στηρών. Η ράχη του πονούσε φρικτά και καταλάβαινε πολύ καλά γιατί ο Μήτσος δεν είχε μπορέσει να αντισταθεί στα όπλα των ανθρώπων. Το γέρικο κορμί του , όμως, άντεχε και η δίψα του για εκδίκηση πολλαπλασίαζε την ασύγκριτη δύναμή του. Είχε αποφασίσει ότι η πλάκα των στηρών θα γινόταν τόπος μαρτυρίου για τους ανθρώπους.
Είδε τον άνθρωπο να ακολουθεί σαστισμένος το νήμα που χανόταν κάτω από το διαμπερές μονόπετρο.
Τον είδε να ψάχνει από κάτω μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι η πορεία του νήματος συνεχιζόταν ως την αντικρινή πλάκα. Ο άνθρωπος , όπως σωστά υπολόγισε ο Μπάμπης ,δεν αναδύθηκε αλλά συνέχισε ως την πλάκα για να βρει τον πληγωμένο ροφό.
Τη στιγμή που έχωνε το κορμί του από κάτω, ο Μπάμπης μανουβράροντας με μαεστρία το πελώριο κορμί και τη βέργα που έσερνε πάνω του, πετάχτηκε από την απέναντι μεριά.
Πριν ο άνθρωπος καταλάβει τι έγινε ο Μπάμπης πέρασε πάνω από το σώμα του ανθρώπου το σχοινί τυλίγοντας τον. Ήξερε ότι τίποτα δε μπορούσε να βοηθήσει πια τον άνθρωπο! Ήξερε ότι ο άνθρωπος θα πλήρωνε για την απληστία και την αλαζονεία του. Έσφιξε ακόμα περισσότερο το σχοινί κλείνοντας τα μάτια για να γευτεί την εκδίκησή του. Όμως...
Κλείνοντας τα μάτια δε μπόρεσε να διώξει την εικόνα του ατσαλιού πού κάποτε είχε απειλήσει τη ζωή του. Την ανάμνηση του βλέμματος του μάστρο Γιάννη ,όταν κάποτε του είχε χαρίσει τη ζωή! Η λαβή του χαλάρωσε. Ο Μπάμπης δεν μπορούσε να ζήσει με το μίσος. Δεν είχε σκοτώσει ποτέ, παρά μόνο για να τραφεί ...
Γύρισε προς τα πίσω απελευθερώνοντας τον άνθρωπο, που βιαστικά βγήκε από την πλάκα. Στάθηκε λίγο πιο πέρα και τον κοίταξε στα μάτια. Διάβασε τρόμο και απορία στα μάτια του ανθρώπου που άρχισε να αναδύεται. Έδωσε μια γερή με την τεράστια ουρά του και απελευθερώθηκε από τη βέργα που τον συνέδεε με τον κόσμο των ανθρώπων.
Κολύμπησε ως το σπίτι του χαμένος στις σκέψεις του. Η λαβωματιά δεν τον ανησυχούσε, είχε περάσει και χειρότερα! Είχαν πάρει άραγε οι άνθρωποι το μάθημά τους? Είχε πολλές αμφιβολίες.
Θα μπορούσαν ποτέ να συμπεριφερθούν ως μέρος της φύσης και όχι σαν άρπαγες? Θα μάθαιναν ποτέ να είναι εγκρατείς και να σέβονται τα υπόλοιπα έμβια όντα?
Θα ένιωθαν ποτέ οδύνη για τα θηράματα τους?
Δεν ήξερε...
Έλπιζε...
Ότι θα μάθαιναν...
Πριν να είναι πολύ αργά!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Rememper always someone waiting for you at home

Post Reply

Return to “Ψαρέματα-Εμπειρίες”