Τούρνα στην Κύπρο και προβληματισμοί...
Posted: Mon Dec 09, 2013 8:25 pm
Τις τελευταίες μέρες η συζήτηση για την παράνομη εισαγωγή της τούρνας στην Κύπρο και την πιθανή εξάπλωση της πήρε μια άσχημη τροπή. Ταυτόχρονα, έχω βομβαρδισθεί με μηνύματα από φίλους ψαράδες που δεν γνωρίζω προσωπικά και οι οποίοι θέλουν να μάθουν γιατί ανησυχώ για την εμφάνιση του είδους αυτού. Έτσι, έκατσα και έγραψα ένα μεγάλο κείμενο / άρθρο με όσο πιο απλούς όρους μπορούσα όπου επεξηγώ γιατί από μια βιολογική, ή μάλλον sport fisheries management σκοπιά, βρίσκω την παράνομη εισαγωγή της τούρνας ως πολύ αρνητική εξέλιξη. Θα παρακαλούσα όσους τυχον απαντήσουν να περιοριστούν σε πολιτισμένες απαντήσεις.
Για να δούμε τι συμβαίνει, πρέπει να κατανοησουμε λίγο πως λειτουργεί ένα «κλειστό» οικοσύστημα όπως αυτά των Κυπριακών φραγμάτων. Σε κάθε τέτοιο σύστημα υπάρχει πάντα μια τροφική βάση . Η τροφική αυτή βάση συντηρεί μια δεύτερη ομάδα οργανισμών η οποία τρέφεται με αυτήν, ενώ μια τρίτη ομαδα οργανισμών τρέφεται με την δεύτερη, και ούτε καθ’εξής. Μπορούμε να φανταστούμε το όλο σύστημα σαν μια «πυραμίδα», χωρισμένη σε ορόφους. Στην περίπτωση των Κυπριακών πεδινών φραγμάτων, η «βάση» αποτελείται από το φυτοπλαγκτόν. Ο 1ος όροφος αποτελείται από το ζωοπλαγκτόν. Ο 2ος τώρα όροφος αποτελείται από ασπόνδυλα (πχ καραβίδες) και μικρότερα ψάρια τα οποία τρέφονται με τους κατώτερους ορόφους (κυρίως κυπρινοειδή). Ο 3ος όροφος αποτελείται από μικρά αρπακτικά (πέρκες) και παμφάγα μέσου μεγέθους ψάρια (γατόψαρα) τα οποία τρέφονται κυρίως με τον πιο κάτω όροφο. Τέλος, η κορυφή της πυραμίδας αποτελείται από τα πιο μεγάλα αρπακτικά (στην Κύπρο λουτσιοπέρκα και λαβράκι) τα οποία τρέφονται με την σειρά τους από τους πιο κάτω ορόφους. Ο λόγους που είπα «ππολυόροφη πυραμίδα» και όχι «πολυόροφη πολυκατοικία» είναι ότι ο κάθε ψηλότερος όροφος έχει πολύ μικροτερη συνολική μάζα σε βάρος (βιομάζα) από τον προηγούμενο. Έτσι καταλήγουμε στην τροφική πυραμίδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ποσότητα τροφής και η βάση της κάθε τροφικής αλυσίδας (για κάθε λίμνη) δεν είναι απεριόριστη, αλλά είναι συγκεκριμένη και μπορεί να μειωθεί, αλλά όχι να αυξηθεί. Η «πίτα» δηλαδή της τροφής σε κάθε βαθμίδα της τροφικής αλυσίδας είναι σταθερή.
Επιπρόσθετα, κάθε είδος εντός κάθε ορόφου της τροφικής αλυσίδας, έχει τον δικό του βιολογικό χώρο (niche) ο οποίος περιλαμβάνει τον τρόπο ζωής του (πχ πότε το είδος είναι δραστήριο, μέρα ή νύκτα, σε ζέστη ή κρύο), το βάθος και το περιβάλλον όπου ζει (ανοικτά νερά ή όχθες, καθαροί λασπώδης βυθοί ή παλλούρες) και πάει λέγοντας. Σε φυσικές λίμνες οι παράγοντες αυτοί καταλήγουν σε ισορροπία μετά από πολλά χρόνια αφού η φύση δουλεύει από μόνη της. Σε τεχνητές λίμνες η ισορροπία αυτή επίσης επέρχεται αφού περάσουν κάποια χρόνια, αλλά συνήθως είναι πολύ εύθραυστη γιατί τα αρχικά συστατικά και την διαδικασία δεν την ξεκινά η φύση με τις εξελικτικές δυνάμεις να επιδρούν εν καιρώ, αλλά ο άνθρωπος, κάποτε με τις επιστημονικές του γνώσεις και κάποτε «κουτουρού» ή κατά λάθος .Εάν κατανοήσουμε την ιδέα της τροφικής πυραμίδας και του βιολογικού χώρου τότε πολύ εύκολα μπορούμε να αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε πως επηρεάζει η εισαγωγή ενός είδους.
Όπως προανάφερα, στην τροφική αλυσίδα τα μικρότερα είδη καταλαμβάνουν τις μεγαλύτερες βαθμίδες βιομάζας. Εισαγωγή νέων ειδών μικρού μεγέθους συνήθως δεν φέρνει άμεσα καταστροφικά αποτελέσματα, αλλά επηρεάζει κάποια από τα άλλα είδη της ίδιας βαθμίδας, κάποιες φορές με δραματικά αποτελέσματα (υπήρξε τέτοιο παράδειγμα και στην Κύπρο).
Τα φράγματα της Κύπρου εμπλουτίστηκαν ως επί το πλείστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 με τα περισσότερα από τα είδη που έχουν τώρα. Οι εμπλουτισμοί που έγιναν από το ΤΑ μεταξύ 1960 και 1990 έγιναν με επιστημονική μελέτη και υπό την επίβλεψη της τότε υπεύθυνης κας Δάφνης Στεφάνου (κάποιοι από σας την γνωρίσατε). Είναι αξιοσημείωτο ότι μέχρι το 1997 οπότε η κ. Στεφάνου έφυγε από το ΤΑ ως επί το πλείστον τα πράγματα ακολουθούσαν μια εξισορροπημένη πορεία και τα παρά τους κύκλους ανομβρίας τα φράγματα διατηρούνταν σε μια κατάσταση ισορροπίας. Ο τελευταίος εμπλουτισμός από το ΤΑ με καινούργιο είδος έγινε με την εισαγωγή του Άσπιου στο φράγμα Λευκάρων, με την λογική του ότι τα βαθιά νερά του φράγματος πρόσφεραν στο είδος αυτό την σωστή βιολογική του θέση η οποία δεν καλυπτόταν από κάποιο άλλο είδος με παρόμοιες βιολογικές ανάγκες.
Από την εισδαγωγή του Άσπιου μέχρι σήμερα, το επόμενο καινούριο είδος που εμφανίστηκε είναι το Ηλιόψαρο, του οποίου η παρουσία έγινε αντιληπτή στα φράγματα Ταμασσού και Κλήρου αν θυμάμαι καλά το 2008. Έκτοτε και με ηλιγγιώδεις ρυθμούς το είδος αυτό βρέθηκε σε όλα σχεδόν τα φράγματα (το 2012 το βρήκα ακόμη και σε μικρό κανάλι εντός του χωριού Ευρύχου!). Αν και αρπακτικό, το πολύ μικρού μεγέθους είδος αυτό φαίνεται ότι ανταγωνίζεται περισσότερο μικρες λουτσιόπερκες και μικρά λαβράκια, αλλά μέχρι σήμερα τουλάχιστον εγώ δεν είμαι βέβαιος για το πώς επηρέασε την ισορροπία στα φράγματα.
Τώρα όμως μιλούμε για την τούρνα, ένα άρπακτικό είδος που δυνητικά μπορεί να ξεπεράσει τα 20 κιλά σε βάρος (με τις ανάλογες απαιτήσεις σε διατροφή), και που ο βιολογικός του χώρος είναι σχετικά μεγάλος και καλύπτει τόσον αυτό του λαβρακιού όσο και αυτό της λουτσιοπέρκας. Τα μικρά και έφηβα δείγματα της τούρνας θα συναγωνίζονται κατευθείαν τα μέσου μεγέθους λαβράκια και λουτσιοπέρκες για το υπάρχων θήραμα. Μεγαλώνοντας , τα δείγματα της τούρνας θα απαιτούν εξ’όρισμού μεγαλύτερη ποσότητα φαγητού απλά για να συντηρηθούν, ας μην σκεφτόμαστε και τον ρυθμό ανάπτυξης τους. Η τροφή αυτή δεν θα πέσει από τον ουρανό. Είναι η τροφή η οποία είναι διαθέσιμη μέσα στο φράγμα όπως επεξήγησα στην αρχή. Άρα, θα υπάρχει υποχρεωτικά μεγαλύτερη κατανάλωση του υφιστάμενου θηράματος. Αρχικά οι τούρνες θα δείξουν θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης, με ωραία, υγιή δείγματα, και έντονες αναπαραγωγές. Αυτό θα έχει επιπρόσθετη πίεση στην ήδη πιεσμένη τροφική πυραμίδα. Όσο οι αριθμοί και τα μεγέθη της τούρνας θα αυξάνονται, τόσο το θήραμα θα μειώνεται. Φανταστείτε τώρα ότι η κορυφή της πυραμίδας έχει μεγαλώσει ξαφνικά και πιέζει τις υπόλοιπες βαθμίδες. Η ισορροπία χάνεται. Αυτό θα έχει μια αλυσιδωτή αντίδραση. Θα καταρρεύσει ξαφινκά ο «δεύτερος» όροφος της πυραμίδας (στην Κύπρο κυρίως κοπαδιαστά κυπρινοειδή). Αυτό την επόμενη χρονιά θα επιφέρει σοβαρή ζημιά στα αρπακτικά κάτω από την τούρνα, δηλαδη το λαβράκι, την λουτσιοπέρκα, και αργότερα το γατόψαρο. Και την μεθεπόμενη χρονιά θα δεχθεί δραματικό πλήγμα και ο πληθυσμός της το΄λυρνας, που θα αποτελείται από ξερακιανές, αδυνατισμένες τούρνες που τρώνε τα πιο μικρά δείγματα του είδους τους και που συνεχίζουν να αναπαράγονται. Ακόμα και εάν επιβιώσουν κάποια κυπρινοειδή δεν θα μπορούν να αναπτύξουν βιώσιμους πληθυσμούς και το φράγμα εισέρχεται σε ένα φαύλο κύκλο με υπερπληθυσμό από ξερακιανές, αδύναμες, αρρωστημένες τούρνες.
Σενάριο επιστημονικής φαντασίας θα τρέξουνε να πούνε κάποια άτομα. Εγω θα το έλεγα ως «πολύ πιθανό σενάριο να συμβεί στην πραγματικότητα» όχι όμως βέβαιο. Σε πολλές περιπτώσεις στο εξωτερικό όπου εισήχθηκαν τούρνες σε περιοχές πέραν της φυσικής τους εξάπλωσης και ειδικά σε νότια γεωγραφικά πλάτη σε μικρές λίμνες έκτασης κάτω των 5,000 acres (Ο Κόυρης γεμάτος είναι 900 acres) αυτό έχει παρατηρηθεί. Ακόμη και σε περιοχές όπου συναντάται η τούρνα (πχ Σλοβακία) αλλά εισήχθηκε σε λίμνες όπου δεν υπήρχε και η φύση δεν είχε χρόνο να φέρει ισορροπίες παρατηρήθηκαν καταστροφικά αποτελέσματα. Δεν είναι τυχαίο που η πολιτεία της Καλιφόρνιας (η αμερικανική πολιτεία που προσομοιάζει περισσότερο με την Κύπρο) απαγορεύει αυσηρά το C&R στο είδος αυτό και ζητά μάλιστα να αποκεφαλίζονται όσες πιάνονται. Αυτό που κάνει ακόμη πιο επίφοβα τα πράγματα είναι οι έντονοι κύκλοι που παρατηρούνται στις ποσότητες νερού στα Κυπριακά φράγματα και που προκαλούν καθυστερήσεις και διαφοροποιήσεις στο να επέλθει κάποια ισορροπία στο οικοσύστημα. Ποιος ξέρει, ίσως ο Κούρης να μπορεί να αντέξει την πίεση ενός ακόμη μεγαλύτερου αρπακτικού από τα υφιστάμενα με σχετικά υποφερτές ζημιές. Τι γίνεται όμως αν δεν αντέξει? Και περισσότερο, πως μπορούμε να είμαστε τόσο σίγουροι που να την μεταφέρουμε και δεξιά – αριστερά?
Δυστυχώς η εισαγωγή οποιουδήποτε είδους μπορεί να προκαλέσει προβλήματα και το είδαμε στην Κύπρο επανειλημμένα. Η εισαγωγή κυπρίνου και Καράσσιου στον Διπόταμο έφερε την εξαφάνιση της τίγκας. Η εισαγωγή λαβρακιού στον Ξυλιάτο διατάραξε την ισορροπία του φράγματος και 14 χρόνια μετά ακόμη δεν έχει ισορροπήσει. Ο παράλογος εμπλουτισμός του φράγματος Γερμασόγειας με λουτσιόπερκες έφερε την κατάρρευση της βλίκας και έκανε ζημιά στο ψάρεμα του λαβρακιού. Η εισαγωγή λουτσιοπέρκας στα Λεύκαρα το 1999 έφερε το κύκνειο άσμα του Ασπιου. Φαίνεται ότι η εμφάνιση της πέρκας στον Κούρη έχει επηρεάσει αρνητικά τον αλβούρνο και την βλίκα.
Δέχομαι ότι τα φράγματα μας αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα. Υπεραλιεία, αλόγιστη κατάβαση της στάθμης, παράνομο ψάρεμα και ελλιπής αστυνόμευση. Όλα αυτά δεν τα λύσαμε ακόμη και παίζουμε τώρα κορώνα γράμματα την τύχη τους με ένα είδος που με βάση όλα τα επιστημονικά δεδομένα είναι πιο πιθανόν να αποβεί καταστροφικό παρά χρήσιμο. Και αντίθετα με τα άλλα προβλήματα όπου φάνηκε πως τα φράγματα μας μπορούν να αντεπεξέλθουν έστω και λαβωμένα, από αυτό το ρίσκο δεν γνωρίζουμε πως θα βγούν. Αξίζει τόσο ρίσκο? Εμένα προσωπικά σαν Ρολάνδο δεν θα με χαλούσε να υπήρχε ένα φράγμα ή δυο φράγματα όπου να μπορώ να χαρώ και το ψάρεμα της τούρνας. Όμως, είμαι ρεαλιστής και γνωρίζω ότι στην Κύπρο του 2013 όπου η παρανομία πάει τούμπανο και ο καθένας κάνει ότι του γουστάρει, δεν μπορώ να εξασφαλίσω ότι αυριο ή μεθαύριο αυτό το είδος δεν θα βρεθεί σε άλλα φράγματα (όπου ήδη φαίνεται πως έχει βρεθεί) και να καταστρέψει ότι με τόσους κόπους κτίστηκε από το 1960 και μετά. ας μην ξεχνούμε ότι ήδη βρέθηκε εδώ χωρίς καμιά πιλοτική μελέτη, χωρίς καθόλου σκέψη, χωρίς κανένα προβληματισμό για το αύριο.
Καλώ λοιπόν όλους όσους ενδιαφέρονται για το θέμα αυτό να κάτσουν γύρω από ένα τραπέζι να δούμε πως μπορεί η κατάσταση να ελεγχθεί ώστε η εξάπλωση αυτού του είδους να μην προχωρήσει παραπέρα και εάν είναι εφικτό να το περιορίσουμε στον Κούρη. Ίσως τα σωματεία ή το περιοδικό να μπορούν να προχωρήσουν στην οργάνωση μιας συνάντησης όσων ενδιαφέρονται και στην παρουσία του ΤΑΘΕ να δούμε πως προχωράμε απ’εδώ και μπρός….
Για να δούμε τι συμβαίνει, πρέπει να κατανοησουμε λίγο πως λειτουργεί ένα «κλειστό» οικοσύστημα όπως αυτά των Κυπριακών φραγμάτων. Σε κάθε τέτοιο σύστημα υπάρχει πάντα μια τροφική βάση . Η τροφική αυτή βάση συντηρεί μια δεύτερη ομάδα οργανισμών η οποία τρέφεται με αυτήν, ενώ μια τρίτη ομαδα οργανισμών τρέφεται με την δεύτερη, και ούτε καθ’εξής. Μπορούμε να φανταστούμε το όλο σύστημα σαν μια «πυραμίδα», χωρισμένη σε ορόφους. Στην περίπτωση των Κυπριακών πεδινών φραγμάτων, η «βάση» αποτελείται από το φυτοπλαγκτόν. Ο 1ος όροφος αποτελείται από το ζωοπλαγκτόν. Ο 2ος τώρα όροφος αποτελείται από ασπόνδυλα (πχ καραβίδες) και μικρότερα ψάρια τα οποία τρέφονται με τους κατώτερους ορόφους (κυρίως κυπρινοειδή). Ο 3ος όροφος αποτελείται από μικρά αρπακτικά (πέρκες) και παμφάγα μέσου μεγέθους ψάρια (γατόψαρα) τα οποία τρέφονται κυρίως με τον πιο κάτω όροφο. Τέλος, η κορυφή της πυραμίδας αποτελείται από τα πιο μεγάλα αρπακτικά (στην Κύπρο λουτσιοπέρκα και λαβράκι) τα οποία τρέφονται με την σειρά τους από τους πιο κάτω ορόφους. Ο λόγους που είπα «ππολυόροφη πυραμίδα» και όχι «πολυόροφη πολυκατοικία» είναι ότι ο κάθε ψηλότερος όροφος έχει πολύ μικροτερη συνολική μάζα σε βάρος (βιομάζα) από τον προηγούμενο. Έτσι καταλήγουμε στην τροφική πυραμίδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ποσότητα τροφής και η βάση της κάθε τροφικής αλυσίδας (για κάθε λίμνη) δεν είναι απεριόριστη, αλλά είναι συγκεκριμένη και μπορεί να μειωθεί, αλλά όχι να αυξηθεί. Η «πίτα» δηλαδή της τροφής σε κάθε βαθμίδα της τροφικής αλυσίδας είναι σταθερή.
Επιπρόσθετα, κάθε είδος εντός κάθε ορόφου της τροφικής αλυσίδας, έχει τον δικό του βιολογικό χώρο (niche) ο οποίος περιλαμβάνει τον τρόπο ζωής του (πχ πότε το είδος είναι δραστήριο, μέρα ή νύκτα, σε ζέστη ή κρύο), το βάθος και το περιβάλλον όπου ζει (ανοικτά νερά ή όχθες, καθαροί λασπώδης βυθοί ή παλλούρες) και πάει λέγοντας. Σε φυσικές λίμνες οι παράγοντες αυτοί καταλήγουν σε ισορροπία μετά από πολλά χρόνια αφού η φύση δουλεύει από μόνη της. Σε τεχνητές λίμνες η ισορροπία αυτή επίσης επέρχεται αφού περάσουν κάποια χρόνια, αλλά συνήθως είναι πολύ εύθραυστη γιατί τα αρχικά συστατικά και την διαδικασία δεν την ξεκινά η φύση με τις εξελικτικές δυνάμεις να επιδρούν εν καιρώ, αλλά ο άνθρωπος, κάποτε με τις επιστημονικές του γνώσεις και κάποτε «κουτουρού» ή κατά λάθος .Εάν κατανοήσουμε την ιδέα της τροφικής πυραμίδας και του βιολογικού χώρου τότε πολύ εύκολα μπορούμε να αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε πως επηρεάζει η εισαγωγή ενός είδους.
Όπως προανάφερα, στην τροφική αλυσίδα τα μικρότερα είδη καταλαμβάνουν τις μεγαλύτερες βαθμίδες βιομάζας. Εισαγωγή νέων ειδών μικρού μεγέθους συνήθως δεν φέρνει άμεσα καταστροφικά αποτελέσματα, αλλά επηρεάζει κάποια από τα άλλα είδη της ίδιας βαθμίδας, κάποιες φορές με δραματικά αποτελέσματα (υπήρξε τέτοιο παράδειγμα και στην Κύπρο).
Τα φράγματα της Κύπρου εμπλουτίστηκαν ως επί το πλείστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 με τα περισσότερα από τα είδη που έχουν τώρα. Οι εμπλουτισμοί που έγιναν από το ΤΑ μεταξύ 1960 και 1990 έγιναν με επιστημονική μελέτη και υπό την επίβλεψη της τότε υπεύθυνης κας Δάφνης Στεφάνου (κάποιοι από σας την γνωρίσατε). Είναι αξιοσημείωτο ότι μέχρι το 1997 οπότε η κ. Στεφάνου έφυγε από το ΤΑ ως επί το πλείστον τα πράγματα ακολουθούσαν μια εξισορροπημένη πορεία και τα παρά τους κύκλους ανομβρίας τα φράγματα διατηρούνταν σε μια κατάσταση ισορροπίας. Ο τελευταίος εμπλουτισμός από το ΤΑ με καινούργιο είδος έγινε με την εισαγωγή του Άσπιου στο φράγμα Λευκάρων, με την λογική του ότι τα βαθιά νερά του φράγματος πρόσφεραν στο είδος αυτό την σωστή βιολογική του θέση η οποία δεν καλυπτόταν από κάποιο άλλο είδος με παρόμοιες βιολογικές ανάγκες.
Από την εισδαγωγή του Άσπιου μέχρι σήμερα, το επόμενο καινούριο είδος που εμφανίστηκε είναι το Ηλιόψαρο, του οποίου η παρουσία έγινε αντιληπτή στα φράγματα Ταμασσού και Κλήρου αν θυμάμαι καλά το 2008. Έκτοτε και με ηλιγγιώδεις ρυθμούς το είδος αυτό βρέθηκε σε όλα σχεδόν τα φράγματα (το 2012 το βρήκα ακόμη και σε μικρό κανάλι εντός του χωριού Ευρύχου!). Αν και αρπακτικό, το πολύ μικρού μεγέθους είδος αυτό φαίνεται ότι ανταγωνίζεται περισσότερο μικρες λουτσιόπερκες και μικρά λαβράκια, αλλά μέχρι σήμερα τουλάχιστον εγώ δεν είμαι βέβαιος για το πώς επηρέασε την ισορροπία στα φράγματα.
Τώρα όμως μιλούμε για την τούρνα, ένα άρπακτικό είδος που δυνητικά μπορεί να ξεπεράσει τα 20 κιλά σε βάρος (με τις ανάλογες απαιτήσεις σε διατροφή), και που ο βιολογικός του χώρος είναι σχετικά μεγάλος και καλύπτει τόσον αυτό του λαβρακιού όσο και αυτό της λουτσιοπέρκας. Τα μικρά και έφηβα δείγματα της τούρνας θα συναγωνίζονται κατευθείαν τα μέσου μεγέθους λαβράκια και λουτσιοπέρκες για το υπάρχων θήραμα. Μεγαλώνοντας , τα δείγματα της τούρνας θα απαιτούν εξ’όρισμού μεγαλύτερη ποσότητα φαγητού απλά για να συντηρηθούν, ας μην σκεφτόμαστε και τον ρυθμό ανάπτυξης τους. Η τροφή αυτή δεν θα πέσει από τον ουρανό. Είναι η τροφή η οποία είναι διαθέσιμη μέσα στο φράγμα όπως επεξήγησα στην αρχή. Άρα, θα υπάρχει υποχρεωτικά μεγαλύτερη κατανάλωση του υφιστάμενου θηράματος. Αρχικά οι τούρνες θα δείξουν θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης, με ωραία, υγιή δείγματα, και έντονες αναπαραγωγές. Αυτό θα έχει επιπρόσθετη πίεση στην ήδη πιεσμένη τροφική πυραμίδα. Όσο οι αριθμοί και τα μεγέθη της τούρνας θα αυξάνονται, τόσο το θήραμα θα μειώνεται. Φανταστείτε τώρα ότι η κορυφή της πυραμίδας έχει μεγαλώσει ξαφνικά και πιέζει τις υπόλοιπες βαθμίδες. Η ισορροπία χάνεται. Αυτό θα έχει μια αλυσιδωτή αντίδραση. Θα καταρρεύσει ξαφινκά ο «δεύτερος» όροφος της πυραμίδας (στην Κύπρο κυρίως κοπαδιαστά κυπρινοειδή). Αυτό την επόμενη χρονιά θα επιφέρει σοβαρή ζημιά στα αρπακτικά κάτω από την τούρνα, δηλαδη το λαβράκι, την λουτσιοπέρκα, και αργότερα το γατόψαρο. Και την μεθεπόμενη χρονιά θα δεχθεί δραματικό πλήγμα και ο πληθυσμός της το΄λυρνας, που θα αποτελείται από ξερακιανές, αδυνατισμένες τούρνες που τρώνε τα πιο μικρά δείγματα του είδους τους και που συνεχίζουν να αναπαράγονται. Ακόμα και εάν επιβιώσουν κάποια κυπρινοειδή δεν θα μπορούν να αναπτύξουν βιώσιμους πληθυσμούς και το φράγμα εισέρχεται σε ένα φαύλο κύκλο με υπερπληθυσμό από ξερακιανές, αδύναμες, αρρωστημένες τούρνες.
Σενάριο επιστημονικής φαντασίας θα τρέξουνε να πούνε κάποια άτομα. Εγω θα το έλεγα ως «πολύ πιθανό σενάριο να συμβεί στην πραγματικότητα» όχι όμως βέβαιο. Σε πολλές περιπτώσεις στο εξωτερικό όπου εισήχθηκαν τούρνες σε περιοχές πέραν της φυσικής τους εξάπλωσης και ειδικά σε νότια γεωγραφικά πλάτη σε μικρές λίμνες έκτασης κάτω των 5,000 acres (Ο Κόυρης γεμάτος είναι 900 acres) αυτό έχει παρατηρηθεί. Ακόμη και σε περιοχές όπου συναντάται η τούρνα (πχ Σλοβακία) αλλά εισήχθηκε σε λίμνες όπου δεν υπήρχε και η φύση δεν είχε χρόνο να φέρει ισορροπίες παρατηρήθηκαν καταστροφικά αποτελέσματα. Δεν είναι τυχαίο που η πολιτεία της Καλιφόρνιας (η αμερικανική πολιτεία που προσομοιάζει περισσότερο με την Κύπρο) απαγορεύει αυσηρά το C&R στο είδος αυτό και ζητά μάλιστα να αποκεφαλίζονται όσες πιάνονται. Αυτό που κάνει ακόμη πιο επίφοβα τα πράγματα είναι οι έντονοι κύκλοι που παρατηρούνται στις ποσότητες νερού στα Κυπριακά φράγματα και που προκαλούν καθυστερήσεις και διαφοροποιήσεις στο να επέλθει κάποια ισορροπία στο οικοσύστημα. Ποιος ξέρει, ίσως ο Κούρης να μπορεί να αντέξει την πίεση ενός ακόμη μεγαλύτερου αρπακτικού από τα υφιστάμενα με σχετικά υποφερτές ζημιές. Τι γίνεται όμως αν δεν αντέξει? Και περισσότερο, πως μπορούμε να είμαστε τόσο σίγουροι που να την μεταφέρουμε και δεξιά – αριστερά?
Δυστυχώς η εισαγωγή οποιουδήποτε είδους μπορεί να προκαλέσει προβλήματα και το είδαμε στην Κύπρο επανειλημμένα. Η εισαγωγή κυπρίνου και Καράσσιου στον Διπόταμο έφερε την εξαφάνιση της τίγκας. Η εισαγωγή λαβρακιού στον Ξυλιάτο διατάραξε την ισορροπία του φράγματος και 14 χρόνια μετά ακόμη δεν έχει ισορροπήσει. Ο παράλογος εμπλουτισμός του φράγματος Γερμασόγειας με λουτσιόπερκες έφερε την κατάρρευση της βλίκας και έκανε ζημιά στο ψάρεμα του λαβρακιού. Η εισαγωγή λουτσιοπέρκας στα Λεύκαρα το 1999 έφερε το κύκνειο άσμα του Ασπιου. Φαίνεται ότι η εμφάνιση της πέρκας στον Κούρη έχει επηρεάσει αρνητικά τον αλβούρνο και την βλίκα.
Δέχομαι ότι τα φράγματα μας αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα. Υπεραλιεία, αλόγιστη κατάβαση της στάθμης, παράνομο ψάρεμα και ελλιπής αστυνόμευση. Όλα αυτά δεν τα λύσαμε ακόμη και παίζουμε τώρα κορώνα γράμματα την τύχη τους με ένα είδος που με βάση όλα τα επιστημονικά δεδομένα είναι πιο πιθανόν να αποβεί καταστροφικό παρά χρήσιμο. Και αντίθετα με τα άλλα προβλήματα όπου φάνηκε πως τα φράγματα μας μπορούν να αντεπεξέλθουν έστω και λαβωμένα, από αυτό το ρίσκο δεν γνωρίζουμε πως θα βγούν. Αξίζει τόσο ρίσκο? Εμένα προσωπικά σαν Ρολάνδο δεν θα με χαλούσε να υπήρχε ένα φράγμα ή δυο φράγματα όπου να μπορώ να χαρώ και το ψάρεμα της τούρνας. Όμως, είμαι ρεαλιστής και γνωρίζω ότι στην Κύπρο του 2013 όπου η παρανομία πάει τούμπανο και ο καθένας κάνει ότι του γουστάρει, δεν μπορώ να εξασφαλίσω ότι αυριο ή μεθαύριο αυτό το είδος δεν θα βρεθεί σε άλλα φράγματα (όπου ήδη φαίνεται πως έχει βρεθεί) και να καταστρέψει ότι με τόσους κόπους κτίστηκε από το 1960 και μετά. ας μην ξεχνούμε ότι ήδη βρέθηκε εδώ χωρίς καμιά πιλοτική μελέτη, χωρίς καθόλου σκέψη, χωρίς κανένα προβληματισμό για το αύριο.
Καλώ λοιπόν όλους όσους ενδιαφέρονται για το θέμα αυτό να κάτσουν γύρω από ένα τραπέζι να δούμε πως μπορεί η κατάσταση να ελεγχθεί ώστε η εξάπλωση αυτού του είδους να μην προχωρήσει παραπέρα και εάν είναι εφικτό να το περιορίσουμε στον Κούρη. Ίσως τα σωματεία ή το περιοδικό να μπορούν να προχωρήσουν στην οργάνωση μιας συνάντησης όσων ενδιαφέρονται και στην παρουσία του ΤΑΘΕ να δούμε πως προχωράμε απ’εδώ και μπρός….